- Ὀρφικῶς
- ὈρφεύςOrpheusadverbialὈρφικόςOrpheusadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορφικός — ή, ό (Α ὀρφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορφέα («ορφικοί ύμνοι») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ορφικοί οπαδοί θρησκευτικής κίνησης η οποία εμφανίσηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα και διαδόθηκε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, καλλιεργήθηκε όμως… … Dictionary of Greek